- ξυνέφασαν
- σύμφημιassentimperf ind act 3rd plξυνέφᾱσαν , σύμφημιassentaor ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμφημι — Α 1. παραδέχομαι, δέχομαι κάτι ως δεδομένο 2. απόλ. συμφωνώ, επιδοκιμάζω 3. μτφ. (με απρμφ. μέλλ.) υπόσχομαι («ξυνέφασαν καὶ ταῡτα ποιήσειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φημί «λέω, δηλώνω, παραδέχομαι»] … Dictionary of Greek